- καμπαρντίνα
- και κα(μ)παρ(ν)τίνα και γκαμπαρντίνα, η1. είδος αδιάβροχου, πυκνού, μάλλινου υφάσματος που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή αδιάβροχων πανωφοριών2. κάθε ποικιλία μάλλινων, βαμβακερών ή μεταξωτών υφασμάτων, πυκνά υφασμένων, με ύφανση διαγώνια ή καρρωτή, χωρίς χνούδι στην εξωτερική επιφάνεια3. πανωφόρι ή κοστούμι κατασκευασμένο από καπαρντίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. gabardina ή ιταλ. gabardina (< γαλλ. 15ου αιώνα gaverdine)].
Dictionary of Greek. 2013.